- αγγριφίζω
- αγγριφώνω 1. μετ. ловить, зацеплять багром;2. αμετ. зацепиться, ухватиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγριφίζω — [αγγρίφι] 1. πιάνω κάτι με αγγρίφι, με άγκιστρο 2. πιάνομαι, στερεώνομαι καλά από κάπου … Dictionary of Greek
αγγριφίζω — αγγρίφισα, και αγγριφώνω αγγρίφωσα 1. μτβ., πιάνω με αγγρίφι, γαντζώνω: Το αγγρίφισε γερά κι ήταν αδύνατο να φύγει. 2. αμτβ., πιάνομαι γερά από κάπου, γαντζώνομαι: Για να μην τον πάρει το κύμα αγγρίφωσε στα βράχια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγρίφι — και αγρίφι, το 1. άγκιστρο, γάντζος, τσιγκέλι 2. ο άγγριφας* 3. καθετί που αγκυλώνει, ακίδα, αγκάθι, αιχμή 4. στον πληθ. τα αγγρίφια μυτεροί και απότομοι βράχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγρίφιον < ἀγρίφιον, υποκοριστικό τού μτγν. ουσ. ἀγρίφη… … Dictionary of Greek
αγγριφώνω — [αγγρίφι] 1. κυρτώνω κάτι σαν άγκιστρο, καμπυλώνω 2. αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 3. αγγριφίζω* … Dictionary of Greek